- μέγεθο(ν)
- μέγεθο(ν), τὸ (Μ)1. μέγεθος2. (ως τίτλος ή τιμητική προσηγορία) μεγαλείο, μεγαλειότητα.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού μέγεθος κατά τα πολλά δευτερόκλιτα ουσιαστικά σε -ο (πρβλ. και δάσο < δάσος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.